Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συντονιστικός -ή -ό [sindonistikós] Ε1 : που έχει ως σκοπό, ως αποστολή το συντονισμό κάποιας δραστηριότητας: H συντονιστική επιτροπή. Tα συντονιστικά όργανα της κυβέρνησης.
συντονιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. συντονιστ(ής) -ικός]



