Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συντονίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συντονίζω [sindonízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. συντονισμένος* : 1.κατευθύνω δραστηριότητες, που προέρχονται από διαφορετικά άτομα ή φορείς, προς έναν κοινό στόχο, με τέτοιο τρόπο ώστε η μία δραστηριότητα να συμπληρώνει την άλλη ή να τη συνεχίζει: Ο επικεφαλής της ομάδας συντονίζει το έργο της διάσωσης των ναυαγών. Mε συντονισμένες προσπάθειες των πυροσβεστών σβήστηκε η πυρκαγιά. Tο κυβερνητικό έργο συντονίζεται από τα αρμόδια υπουργεία. || Tις τηλεοπτικές συζητήσεις τις συντονίζουν γνωστοί δημοσιογράφοι, διευθύνουν. 2. ANT αποσυντονίζω. α. (φυσ.) ρυθμίζω τις ιδιοσυχνότητες ενός συστήματος. β. (φυσιολ.) για αρμονική αλληλεπίδραση οργάνων ή συστημάτων. γ. (μουσ.). πετυχαίνω τη συμφωνία τόνου και ρυθμού.

[λόγ.: 1: ελνστ. συντον(ία) `συμφωνία ήχων΄, αρχ. σημ.: `ένταση΄ -ίζω μτφρδ. γερμ. abstimmen· 2: σημδ. γαλλ. syntoniser < syntonie < ελνστ. συντονία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες