Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνταξιδεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνταξιδεύω [sindaksiδévo] Ρ5.2α, Ρ5.1α : ταξιδεύω μαζί με κπ. άλλον ή με κάποιους άλλους: Xτες συνταξίδευα / συνταξιδεύαμε με τον Kώστα.

[λόγ. συν- ταξιδεύω (πρβ. μσν. συνταξιδεύω `συμμετέχω σε εκστρατεία΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go