Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνταγογραφώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνταγογραφώ [sindaγoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : γράφω σε συνταγή το φάρμακο που πρέπει να πάρει ένας ασθενής.

[λόγ. συνταγογραφ(ία) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες