Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνονόματος -η -ο [sinonómatos] Ε5 : που έχει το ίδιο όνομα ή επώνυμο με κπ. άλλο: Mε τον εξάδελφό του είμαστε συνονόματοι και αυτή η συνωνυμία μάς δημιουργεί προβλήματα. || (ως ουσ.) ο συνονόματος, θηλ. συνονόματη.
[συν- ονοματ- (όνομα) -ος]



