Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνομολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνομολογώ [sinomoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : συνάπτω συμφωνία, κυρίως για επίσημη γραπτή συμφωνία μεταξύ κρατών ή μεταξύ ιδιωτών, ενώπιον συμβολαιογράφου: Mε το παρόν συμφωνητικό / συμβόλαιο οι συμβαλλόμενοι συνομολογούν τα εξής… Συνομολογήθηκαν τα επόμενα…

[λόγ. < αρχ. συνομολογῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go