Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνομήλικος -η -ο [sinomílikos] Ε5 : που έχει την ίδια ηλικία με κπ. άλλο: Tο ζευγάρι είναι συνομήλικο. Συνομήλικα παιδιά. || (ως ουσ. και στα τρία γένη): Ο Γιάννης είναι πιο ψηλός από τους συνομηλίκους του.
[ελνστ. συνομήλικος]



