Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνομήλικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνομήλικος -η -ο [sinomílikos] Ε5 : που έχει την ίδια ηλικία με κπ. άλλο: Tο ζευγάρι είναι συνομήλικο. Συνομήλικα παιδιά. || (ως ουσ. και στα τρία γένη): Ο Γιάννης είναι πιο ψηλός από τους συνομηλίκους του.

[ελνστ. συνομήλικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go