Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συννέφιασμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συννέφιασμα το [sinéfxazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του συννεφιάζω: 1. Tο ~ του ουρανού. 2. (μτφ.): Tο ~ του προσώπου.

[συννεφιασ- (συννεφιάζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go