Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνιδιοκτησία η [siniδioktisía] Ο25 : η ιδιοκτησία ενός πράγματος όχι εξ ολοκλήρου αλλά μαζί με άλλους ιδιοκτήτες: Έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 10%.
[λόγ. συν- ιδιοκτησία μτφρδ. γαλλ. copropriété]