Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνθετικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνθετικός -ή -ό [sinθetikós] Ε1 : 1.ANT αναλυτικός. α. που στηρίζεται στη μέθοδο της σύνθεσης ή που είναι αποτέλεσμα της σύνθεσης: Συνθετικό έργο. Συνθετική γεωμετρία, προβολική γεωμετρία. || (γραμμ.) συνθετικό / συνδετικό* φωνήεν. || (γλωσσ.): Συνθετικές γλώσσες. H νέα ελληνική γλώσσα είναι αναλυτική σε σχέση με την αρχαία ελληνική και συνθετική σε σχέση με την αγγλική. || (ως ουσ.) το συνθετικό, καθεμιά από τις λέξεις από τις οποίες αποτελείται μια σύνθετη λέξη: Πρώτο / δεύτερο συνθετικό. β. που συνθέτει, που είναι ικανός να συνθέτει: ~ νους. Συνθε τική σκέψη. 2. που είναι προϊόν χημικής σύνθεσης και που απομιμείται μια φυσική ύλη: Συνθετική ύλη. Συνθετικό μαλλί. Συνθετικές ίνες. Συνθετικά προϊόντα. Συνθετικά ρούχα, από συνθετικές ίνες. Συνθετική βενζίνη, που παράγεται με διάφορες μεθόδους από άνθρακα και υδρογόνο. || (ως ουσ.) τα συνθετικά, νήματα από συνθετικές ύλες. συνθετικά ΕΠIΡΡ: H αντίληψή μας συλλαμβάνει ~ τον περιβάλλοντα κόσμο.

[λόγ.: 1: αρχ. συνθετικός `ικανός να συνδυάζει, συστατικός΄ & σημδ. γαλλ. composant (ουσ.)· συνθετικό φωνήεν: μτφρδ. γερμ. Kompositionsvokal· 2: γαλλ. synthétique & αγγλ. synthetic < αρχ. συνθετικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες