Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνθετήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνθετήριο το [sinθetírio] Ο40 : (τυπ.) μεταλλική θήκη των στοιχειοθετών τυπογραφείου, μέσα στην οποία τοποθετούν ένα ένα τα στοιχεία του κειμένου.

[λόγ. συνθέ(τω) -τήριον μτφρδ. γαλλ. composteur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες