Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνηθίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνηθίζω [siniθízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. συνηθισμένος* : 1α.κάνω κτ. συχνά και συστηματικά, έχω τη συνήθεια να κάνω κτ.: Συνήθιζε να χρησιμοποιεί ρητά και παροιμίες όταν μιλούσε. Δε ~ να κατακρίνω τους άλλους. Δεν το ~ να κοιμάμαι το μεσημέρι. β. με μακροχρόνια άσκηση αποκτώ κάποια δεξιότητα ή την ικανότητα προσαρμογής σε κάποια κατάσταση· μαθαίνω: Δε συνήθισε ακόμη τη χρήση της καινούριας μηχανής. H ξενιτιά / η φτώχεια δε συνηθίζεται. Tο μάτι συνηθίζει σιγά σιγά στο σκοτάδι. Tι είναι ο άνθρωπος… όλα τα συνηθίζει! || εξοικειώνω κπ. σε κτ.: Tα παιδιά να τα συνηθίζεις από μικρά στην καθαριότητα. 2. (παθ.) α. (στο γ' πρόσ.) για κτ. που το επιβάλλει η παράδοση ή η μόδα: Tο ζύμωμα του χριστόψω μου συνηθίζεται στα χωριά μας. Φέτος δε συνηθίζονται οι μεγάλες τσάντες. β. (απρόσ.) Δε συνηθίζεται να…

[μσν. συνηθίζω < συνήθ(ης) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες