Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεταιρίζεσθαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεταιρίζεσθαι το [sineterízesθe] Ο (άκλ.) : (νομ.) η συνεργασία δύο ή περισσότερων ατόμων για την προαγωγή κοινών συμφερόντων: Tο δικαίωμα του συνέρχεσθαι και του ~ προστατεύεται από το Σύνταγμα.

[λόγ. μέσο απαρέμφ. < ελνστ. συνεταιρίζω (δες συνεταιρίζομαι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες