Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεσταλμένος -η -ο [sinestalménos] Ε3 : που δείχνει συστολή, που δεν έχει άνεση στις κινήσεις και στα λόγια του όταν βρίσκεται μπροστά σε κόσμο, που η συμπεριφορά και γενικά όλη η παρουσία του είναι συγκρατημένη εξαιτίας κάποιου συναισθήματος ντροπής και αμηχανίας ή σεβασμού προς μεγαλυτέρους ή ανωτέρους του.
συνεσταλμένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μππ. του αρχ. συστέλλω κατά τη σημ. του συστέλλομαι]



