Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεργώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεργώ [sinerγó] Ρ10.9α αόρ. (λόγ.) και συνήργησα, απαρέμφ. συνεργήσει : 1.(νομ.) γίνομαι συνεργός στην εκτέλεση αξιόποινης πράξης. 2. (λόγ.) συντελώ στην πραγματοποίηση ενός σκοπού ή στη δημιουργία μιας κατάστασης: Πολλοί παράγοντες συνέργησαν στη βελτίωση της οικονομίας μας.

[λόγ.: 2: αρχ. συνεργῶ· 1: κατά τη σημ. του συνεργός1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες