Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεργάσιμος -η -ο [sinerγásimos] Ε5 : για κπ. με τον οποίο μπορεί κανείς να συνεργαστεί εύκολα και αποδοτικά, χωρίς προστριβές και παρεμβολές εμποδίων εκ μέρους του.
[λόγ. συνεργασ- (συνεργάζομαι) -ιμος μτφρδ. γαλλ. coopératif]



