Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεργάζομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεργάζομαι [sinerγázome] Ρ2.1β : 1α.εργάζομαι μαζί με άλλον ή με άλλους στον ίδιο τομέα εργασίας και συνήθ. και στον ίδιο χώρο: Όλοι οι καθηγητές συνεργαζόμαστε αρμονικά στο σχολείο. Mε το κρατικό θέατρο θα συνεργαστούν φέτος γνωστοί ηθοποιοί. β. συμμετέχω σε ένα συλλογικό έργο, αναλαμβάνοντας ένα ορισμένο μέρος από το σύνολο των εργασιών: Συνεργάζεται στη συγγραφή μιας εγκυκλοπαίδειας. 2. δέχομαι και δίνω βοήθεια και υποστήριξη σε άτομο ή σε οργανωμένο σύνολο, που επιδιώκει τους ίδιους ή συναφείς σκοπούς με τους δικούς μου: Tα δύο κόμματα θα συνεργαστούν στις εκλογές. Συνεργαζόμενες οργανώσεις / εταιρείες. Tο σχολείο και η οικογένεια του μαθητή πρέπει να συνεργάζονται. Όσοι συνεργάζονται με τον εχθρό είναι προδότες της πατρίδας.

[λόγ. < αρχ. συνεργάζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες