Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεπικουρώ [sinepikuró] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) προσφέρω βοήθεια, υποστήριξη μαζί με άλλον ή άλλους σε κπ. ή σε κτ.: Στο έργο της ανασυγκρότησης η κυβέρνηση συνεπικουρείται και από τις τοπικές οργανώσεις. Ο αρχιεπίσκοπος συνεπικουρούμενος από αρχιερείς τέλεσε τον αγιασμό.
[λόγ. < αρχ. συνεπικουρῶ]



