Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεπαγωγή η [sinepaγojí] Ο29 : (λογ.) η λογική σχέση που συνίσταται στο ότι κτ. συνεπάγεται κτ. άλλο. || (μαθημ.) η λογική πρόταση που προκύπτει από δύο άλλες μαθηματικές προτάσεις.
[λόγ. συν(επάγεται) -επαγωγή κατά το σχ.: επάγω - επαγωγή]



