Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεορτάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεορτάζω [sineortázo] -ομαι Ρ2.1 : α.γιορτάζω, τιμώ τη μνήμη ή την ανάμνηση δύο ή περισσότερων προσώπων ή γεγονότων την ίδια μέρα: Στις 25 Mαρτίου συνεορτάζεται ο Ευαγγελισμός και η έναρξη της επανά στασης του 1821. β. γιορτάζω κτ. μαζί με άλλους: Οι απόδημοι συνεορτάζουν με τους αδελφούς τους στην Ελλάδα την εθνική επέτειο. γ. γιορτάζω μαζί με κπ. άλλο: Έχω τα γενέθλιά μου την ημέρα που γιορτάζει τη γιορτή του, οπότε θα συνεορτάσουμε.

[λόγ. < ελνστ. συνεορτάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες