Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεννοούμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεννοούμαι [sinenoúme] Ρ10.9β : 1α.συζητώ με άλλον ή με άλλους ένα ζήτημα, για να καταλήξουμε σε μια λύση αποδεκτή από όλους: Συνεννοηθήκαμε να συναντηθούμε αύριο. Nα συνεννοηθείς με το δικηγόρο σου πριν κάνεις οποιαδήποτε ενέργεια. Συνεννοηθήκαμε;, απειλητικά σε κπ. για να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις μου. || για μυστική συμφωνία, συνήθ. με κακό σκοπό: Aυτοί είναι συνεννοημένοι να διαλύσουν την εταιρεία μας. β. έχω τις ίδιες ιδέες, απόψεις, συνήθειες με κπ. άλλον, έτσι ώστε η συμβίωση, η συνύπαρξη ή η οποιαδήποτε άλλη επαφή μαζί του να είναι δυνα τή και ευχάριστη: Δεν μπορούσε το ζευγάρι να συνεννοηθεί και γι΄ αυτό χώρισε. Συνεννοούνται πολύ καλά όλοι οι συνεργάτες της υπηρεσίας μας. 2α. μπορώ να ακούσω τι μου λέει κάποιος και ακούγομαι από αυτόν: Δεν μπορέσαμε να συνεννοηθούμε στο τηλέφωνο, γιατί η σύνδεση ήταν πολύ κακή. Είναι βαρήκοος και πρέπει να φωνάζεις για να συνεννοηθείς μαζί του. β. με λόγια ή με άλλα εκφραστικά μέσα δίνω στον άλλο να καταλάβει τι θέλω να πω καθώς και εγώ καταλαβαίνω εκείνον: Συνεννοείται πολύ καλά στα αγγλικά. Οι κωφάλαλοι συνεννοούνται και με νοήματα.

[λόγ. < ελνστ. συνεννοῶ `συλλογίζομαι μαζί΄ & σημδ. γαλλ. s΄entendre]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες