Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεκφωνώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεκφωνώ [sinekfonó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ.) : για λέξεις στις οποίες παρατηρείται το φαινόμενο της συνεκφώνησης.

[λόγ. < ελνστ. συνεκφωνῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες