Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνεκδοχή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεκδοχή η [sinekδoxí] Ο29 : (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο μια λέξη χρησιμοποιείται με τη στενότερη ή με την ευρύτερη σημασία της, δηλαδή το ένα αντί για τα πολλά, το μέρος αντί για το σύνολο ή αντίστροφα, η ύλη αντί για το αντικείμενο που έχει γίνει από αυτή και εκείνο που παράγει αντί για εκείνο που παράγεται από αυτό, π.χ. «Kάθε κλαδί και κλέφτης», κάθε δέντρο.

[λόγ. < ελνστ. συνεκδοχή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go