Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεγείρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεγείρω [sinejíro] -ομαι Ρ (βλ. εγείρω) : (λόγ.) κινητοποιώ, ξεσηκώνω κπ.: Πρέπει να συνεγείρουμε την κοινή γνώμη, για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα των ναρκωτικών.

[λόγ. < ελνστ. συνεγείρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες