Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνδρομητής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνδρομητής ο [sinδromitís] Ο7 θηλ. συνδρομήτρια [sinδromítria] Ο27 : αυτός που καταβάλλει σε μια εφημερίδα, σε ένα περιοδικό ή σε έναν οργανισμό συνδρομή για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών: Γράφτηκα ~ στο τάδε περιοδικό. Είμαι ~ στη Λυρική Σκηνή. || ~ τηλεφώνου, αυτός που έχει τηλεφωνική σύνδεση με τον κρατικό οργανισμό τηλεπικοινωνιών.

[λόγ. συνδρομ(ή) -ητής· λόγ. συνδρομη(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go