Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνδικαλιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνδικαλιστικός -ή -ό [sinδikalistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το συνδικαλισμό ή με τα συνδικάτα: Συνδικαλιστικές ενώσεις / οργανώσεις. Συνδικαλιστικές ελευθερίες. Tο (διεθνές) συνδικαλιστικό κίνημα. Συνδικαλιστικοί φορείς. Aνάπτυξη του συνδικαλιστικού πνεύματος των εργαζομένων.

[λόγ. συνδικαλιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες