Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνδικαλιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνδικαλιστής ο [sinδikalistís] Ο7 συνδικαλίστρια [sinδikalístria] Ο27 : στέλεχος συνδικαλιστικής οργάνωσης: Οι συνδικαλιστές συντονίζουν τις ενέργειες των εργαζομένων.

[λόγ. < γαλλ. syndicaliste (ορθογρ. δαν.) -iste = -ιστής (δες στο σύνδικος)· λόγ. συνδικαλισ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go