Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνδιαλλαγή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνδιαλλαγή η [sinδialají] Ο29 : συμβιβασμός και εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ ατόμων που είχαν έρθει σε διάσταση: Πνεύμα συνδιαλλαγής επικρατεί στη χώρα μετά τον εμφύλιο.

[λόγ. συν(διαλάσσω) -διαλαγή κατά το σχ.: αλλάσσω (αλλάζω) - αλλαγή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go