Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνδετήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνδετήρας ο [sinδetíras] Ο2 : α.(τεχν.) μεταλλικό στοιχείο που συνδέει δύο τμήματα μιας κατασκευής: ~ εναέριων ηλεκτρικών αγωγών. β. (ειδικότ.) μικρό, συνήθ. μεταλλικό αντικείμενο που το χρησιμοποιούν για να συνδέουν με πρόχειρο τρόπο φύλλα χαρτιού.

[λόγ.: α: συνδέ(ω) -τήρ > -τήρας· β: σημδ. αγγλ. clip]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go