Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνδέσμωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνδέσμωση η [sinδézmosi] Ο33 : (ανατ.) είδος συνάρθρωσης.

[λόγ. < νλατ. syndesmosis < αρχ. σύνδεσμ(ος) -osis = -ωσις > -ωση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go