Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναχώνω [sinaxóno] -ομαι Ρ1 : (παθ.) παθαίνω συνάχι: Tα παιδιά συναχώνονται εύκολα. Είμαι συναχωμένος και δεν μπορώ να αναπνεύσω καλά. || (ενεργ., προφ.) γίνομαι αιτία να πάθει κάποιος συνάχι: Δεν το έντυσες καλά το παιδί και το συνάχωσες.
[συνάχ(ι) -ώνω]



