Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνασπίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνασπίζω [sinaspízo] -ομαι Ρ2.1 (κυρ. παθ.) : ενώνω στρατιωτικές ή πολιτικές δυνάμεις για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού, σχηματίζω συνασπισμό: Οι στρατοί των ευρωπαϊκών χωρών συνασπίστηκαν εναντίον του Nαπολέοντα. Tα συνασπισμένα κόμματα της δεξιάς / αριστεράς.

[λόγ. < αρχ. συνασπίζω `μάχομαι πλάι πλάι με τις ασπίδες ενωμένες΄ σημδ. γαλλ. se coaliser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες