Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναρμολόγημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναρμολόγημα το [sinarmolójima] Ο49 : το αποτέλεσμα του συναρμολογώ, ό,τι δημιουργήθηκε με συναρμολόγηση, συνήθ. μειωτικά, για κτ. από το οποίο λείπει το στοιχείο της καινοτομίας: Ο νόμος αυτός είναι ~ παλιών διατάξεων.

[λόγ. συναρμολογη- (συναρμολογώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες