Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναντίληψη η [sinandílipsi] Ο33 : (λόγ.) συμπαράσταση, βοήθεια.
[λόγ. < μσν. συναντίληψις < ελνστ. συναντιλαμβάνομαι κατά το σχ.: αντιλαμβάνομαι - αντίληψις (-σις > -ση)]



