Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συναλλαγματικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναλλαγματικός -ή -ό [sinalaγmatikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με το συνάλλαγμα: Συναλλαγματική πολιτική, που αφορά τη συναλλαγματική τι μή του εθνικού νομίσματος. Συναλλαγματικοί περιορισμοί, που αφορούν την εξαγωγή συναλλάγματος. Οι συναλλαγματικές διακυμάνσεις δυσχεραίνουν το διεθνές εμπόριο. Συναλλαγματική ισοτιμία. 2. που αποτελείται από συνάλλαγμα: Συναλλαγματικά αποθέματα / διαθέσιμα μιας χώρας, τα ξένα νομίσματα και ο χρυσός που έχει στη διάθεσή της η κεντρική τράπεζα.

[λόγ. < αρχ. συναλλαγματικός `για συμφωνητικό΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. συνάλλαγμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go