Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνακρόαση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνακρόαση η [sinakróasi] Ο33 : ταυτόχρονη ακρόαση. α. το να παρακολουθεί κάποιος τρίτος μια τηλεφωνική συνδιάλεξη, εξαιτίας εμπλοκής του δικτύου. β. η δυνατότητα ταυτόχρονης σύνδεσης τριών ή περισσότερων τηλεφωνικών γραμμών.

[λόγ. συν- ακρόα(σις) -ση μτφρδ. γερμ. das Mithören (διαφ. το αρχ. συνακροῶμαι `ακούω μαθήματα από κοινού΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες