Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνήχηση η [siníxisi] Ο33 : 1.(μουσ.) το ταυτόχρονο άκουσμα δύο ή περισσότερων ήχων. 2. (μετρ.) ομοιοκαταληξία όχι τέλεια, κατά την οποία οι φθόγγοι, που ακολουθούν τα τελευταία τονισμένα φωνήεντα, δεν είναι όμοιοι, π.χ. βιλαέτια - αδέρφια.
[λόγ.: 1: ελνστ. συνήχη(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. consonance]



