Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνήγορος ο [siníγoros] Ο19 θηλ. συνήγορος [siníγoros] Ο36 : 1.(νομ.) δικηγόρος που αναλαμβάνει την υποστήριξη των συμφερόντων του διαδίκου ή του κατηγορουμένου: Ο ~ της υπεράσπισης / της πολιτικής αγωγής. Aναλαμβάνω ~ του θύματος. 2. αυτός που αναλαμβάνει να υποστηρίξει, να υπερασπιστεί ένα πρόσωπο, μια υπόθεση ή μια άποψη, συνήθ. με δική του πρωτοβουλία: Γιατί ανακατεύεσαι, συνήγορο σε βάλα με;, δικηγόρο. Kάνει το συνήγορο / έγινε ~ του ρατσισμού. Στο πρόσωπό του η πόλη μας βρήκε ένα συνήγορο, υποστηρικτή.
[λόγ. < αρχ. συνήγορος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]