Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνένοχος -η -ος -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνένοχος -η / -ος -ο [sinénoxos] Ε17 : που έχει συμμετοχή σε μια αξιόποινη πράξη, συνήθ. ως ουσ. ο συνένοχος, θηλ. συνένοχη και συνένοχος: Ο δράστης αρνήθηκε να αποκαλύψει τους συνενόχους του. || (επέκτ.) συνυπεύθυνος.

[λόγ. συν- ένοχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες