Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνάφεια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνάφεια η [sináfia] Ο27 λόγ. γεν. και συναφείας : 1.άμεση σχέση, λογική σύνδεση γεγονότων, καταστάσεων ή φαινομένων: Δεν υπάρχει ~ ανάμεσα στα δύο αδικήματα / στις δύο περιπτώσεις. Προσπαθώ να βρω μια λογική ~ στα επιχειρήματά του, λογική αλληλουχία. || (φυσ.) δυνάμεις συναφείας, που αναπτύσσονται μεταξύ ανόμοιων μορίων της ύλης τα οποία και συγκρατούν· (πρβ. δυνάμεις συνοχής). 2. φιλική ή επαγγελματι κή σχέση.

[λόγ. < ελνστ. συνάφεια `σχέση, ένωση΄ & σημδ. γαλλ. cohésion]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go