Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνάρχοντας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνάρχοντας ο [sinárxondas] Ο5 : αυτός που κυβερνάει μαζί με κπ. άλλον.

[λόγ. < αρχ. συνάρχων, αιτ. -οντα (μεε. του συνάρχω `συγκυβερνώ΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες