Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνάρτηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνάρτηση η [sinártisi] Ο33 : σχέση αλληλεξάρτησης, αλληλουχίας, λογικής ακολουθίας που συνδέει δύο ή περισσότερα φαινόμενα, γεγονότα ή καταστάσεις: H επιτυχία στις εξετάσεις είναι ~ πολλών παραγόντων. Tο αναπτυξιακό πρόγραμμα θα μελετηθεί σε ~ με την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. || (μαθημ.) σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στις τιμές δύο ή περισσότερων μεταβλητών ποσοτήτων, που μας επιτρέπει να εκφράσουμε τη μία με βάση την άλλη ή τις άλλες: H ταχύτητα είναι ~ της απόστασης που διανύθηκε και του χρόνου που απαιτήθηκε.

[λόγ. < αρχ. συνάρτη(σις) `συνοχή των προϋποθέσεων ενός συλλογισμού΄ -ση & σημδ. γερμ. Zusammenhang]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go