Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνάπτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνάπτω [sinápto] -ομαι Ρ4 αόρ. (λόγ.) και συνήψα, απαρέμφ. συνάψει, μππ. συνημμένος* : (λόγ.) 1. με αφηρημένο ουσιαστικό σημαίνει ό,τι και το ομόρριζο με το ουσιαστικό ρήμα: ~ γνωριμία, γνωρίζομαι. ~ δάνειο, δανείζομαι. ~ μάχη, μάχομαι. ~ συμφωνία, συμφωνώ. ~ συμβόλαιο, συμβάλλομαι. ~ σχέσεις, σχετίζομαι. || ~ γάμο, παντρεύομαι. 2. συνδέω δύο φαινόμενα, καταστάσεις ή γεγονότα με σχέση λογικής ακολουθίας· συναρτώ: Tο πρόβλημα της ανεργίας συνάπτεται με το πρόβλημα της οικονομικής υπανάπτυξης.

[λόγ. < αρχ. συνάπτω `συνδέω, παίρνω μέρος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες