Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνάθροιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνάθροιση η [sináθrisi] Ο33 : συγκέντρωση ατόμων, συνήθ. σε προκαθο ρισμένο τόπο και για ορισμένο σκοπό: Επιτρέπονται / απαγορεύονται από την αστυνομία οι δημόσιες συναθροίσεις.

[λόγ. < αρχ. συνάθροι(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go