Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμψηφισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμψηφισμός ο [simpsifizmós] Ο17 : η ενέργεια του συμψηφίζω, συνυπολογισμός δύο μεγεθών, έτσι ώστε το ένα να καλύπτει το άλλο. 1. (οικον.) α. ~ οικονομικών δικαιωμάτων και απαιτήσεων, τρόπος απόσβεσης δύο αμοιβαίων χρεών. Θα γίνει ~ των παλαιών χρεών των αγροτών με τις φετινές επιδοτήσεις. || εμπορικός ~, κλίριγκ. γραφεία συμψηφισμού, οργανισμοί που διευκολύνουν τις συναλλαγές μεταξύ τραπεζών. β. (νομ.) ~ ποινής, συγχώνευση μικρότερης ποινής σε μια μεγαλύτερη. γ. ~ (βαθμολογίας): Πέρασε την τάξη με συμψηφισμό του δώδεκα των αρχαίων με το οκτώ των μαθηματικών. 2. (μτφ.): Δε θα δεχτούμε συμψηφισμό των σκανδάλων, αμοιβαία παραγραφή.

[λόγ. < μσν. συμψηφισμός `σύνθεση ψήφων΄ < συμψηφισ- (συμψηφίζω) -μός κατά τη σημ. του συμψηφίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες