Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συμφωνών -ούσα -ούν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμφωνών -ούσα -ούν [simfonón] Ε12β : (λόγ., συνήθ. ως ουσ., στον πληθ.) αυτός που συμφωνεί, που εκφράζει την ίδια άποψη με κπ. άλλο: Οι διαφωνούντες είναι περισσότεροι από τους συμφωνούντες.

[λόγ. μεε. του ρ. συμφωνώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go