Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμφεροντολογικός -ή -ό [simferondolojikós] Ε1 : που κινείται από συμφέρον, που εξυπηρετεί κάποιο συμφέρον: Συμφεροντολογική στάση. Συμφεροντολογικές σκέψεις.
συμφεροντολογικά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί ~. [λόγ. συμφεροντολογ(ία) -ικός]



