Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπύκνωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπύκνωση η [simbíknosi] Ο33 : η ενέργεια του συμπυκνώνω. 1α. (φυσ.) μετατροπή μιας ουσίας από την αέρια κατάσταση στην υγρή ή στη στερεά, με ψύξη ή με συμπίεση. β. (τεχν.) μείωση του όγκου με εξάτμιση του νερού. || αύξηση της συνοχής με συμπίεση: ~ των χαλαρών εδαφών. γ. (χημ.) συνένωση περισσότερων μορίων σε ένα, φαινόμενο που συνοδεύεται συνήθ. με αποβολή νερού. 2. (μτφ.) α. διατύπωση νοημάτων με λίγες λέξεις. β. δημιουργία πολλών εντυπώσεων και εμπειριών σε μικρό χρονικό διάστημα.

[λόγ. συμπυκνω- (δες συμπυκνώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες