Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπυκνωτής ο [simbiknotís] Ο7 : (τεχν.) γενική ονομασία οργάνων με τα οποία γίνεται συμπύκνωση.
[λόγ. συμπυκνω- (δες συμπυκνώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. condensateur]



