Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπυκνωτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπυκνωτής ο [simbiknotís] Ο7 : (τεχν.) γενική ονομασία οργάνων με τα οποία γίνεται συμπύκνωση.

[λόγ. συμπυκνω- (δες συμπυκνώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. condensateur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες