Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπτωματολογία η [simptomatolojía] Ο25 : το σύνολο των συμπτωμάτων μιας νόσου: Kλινική ~. Ο καρκίνος παρουσιάζει βαριά ~.
[λόγ. < γαλλ. symptomatologie < ελνστ. συμπτωματ- (σύμπτωμα) -ο- + -logie = -λογία]